ακονίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ακονίζω < μεσαιωνική ελληνική ακονίζω < αρχαία ελληνική ἀκονάω < ἀκόνη[1]
Ρήμα
ακονίζω
- οξύνω την κόψη μαχαιριού ή εργαλείου, το κάνω πιο μυτερό
- οξύνω κάτι μυτερό, ειδικά δόντια ή νύχια
- αρέσει στις γάτες μου να ακονίζουν τα νύχια τους στον καναπέ
- (μεταφορικά) ετοιμάζομαι για επίθεση
- (μεταφορικά) βελτιώνω τις διανοητικές μου ικανότητες
Συγγενικά
- ακονητής
- ακόνι
- ακόνισμα
- ακονισμένος
- ακονιστήρι
- ακονιστήριο
- ακονιστής
- ακονιστικός
- ακόνιστος
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ακονίζω | ακόνιζα | θα ακονίζω | να ακονίζω | ακονίζοντας | |
| β' ενικ. | ακονίζεις | ακόνιζες | θα ακονίζεις | να ακονίζεις | ακόνιζε | |
| γ' ενικ. | ακονίζει | ακόνιζε | θα ακονίζει | να ακονίζει | ||
| α' πληθ. | ακονίζουμε | ακονίζαμε | θα ακονίζουμε | να ακονίζουμε | ||
| β' πληθ. | ακονίζετε | ακονίζατε | θα ακονίζετε | να ακονίζετε | ακονίζετε | |
| γ' πληθ. | ακονίζουν(ε) | ακόνιζαν ακονίζαν(ε) |
θα ακονίζουν(ε) | να ακονίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ακόνισα | θα ακονίσω | να ακονίσω | ακονίσει | ||
| β' ενικ. | ακόνισες | θα ακονίσεις | να ακονίσεις | ακόνισε | ||
| γ' ενικ. | ακόνισε | θα ακονίσει | να ακονίσει | |||
| α' πληθ. | ακονίσαμε | θα ακονίσουμε | να ακονίσουμε | |||
| β' πληθ. | ακονίσατε | θα ακονίσετε | να ακονίσετε | ακονίστε | ||
| γ' πληθ. | ακόνισαν ακονίσαν(ε) |
θα ακονίσουν(ε) | να ακονίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ακονίσει | είχα ακονίσει | θα έχω ακονίσει | να έχω ακονίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις ακονίσει | είχες ακονίσει | θα έχεις ακονίσει | να έχεις ακονίσει | έχε ακονισμένο | |
| γ' ενικ. | έχει ακονίσει | είχε ακονίσει | θα έχει ακονίσει | να έχει ακονίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ακονίσει | είχαμε ακονίσει | θα έχουμε ακονίσει | να έχουμε ακονίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε ακονίσει | είχατε ακονίσει | θα έχετε ακονίσει | να έχετε ακονίσει | έχετε ακονισμένο | |
| γ' πληθ. | έχουν ακονίσει | είχαν ακονίσει | θα έχουν ακονίσει | να έχουν ακονίσει | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
| Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) ακονισμένο | |||||
| Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) ακονισμένο | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) ακονισμένο | |||||
| Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) ακονισμένο | |||||
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ακονίζομαι | ακονιζόμουν(α) | θα ακονίζομαι | να ακονίζομαι | ||
| β' ενικ. | ακονίζεσαι | ακονιζόσουν(α) | θα ακονίζεσαι | να ακονίζεσαι | (ακονίζου) | |
| γ' ενικ. | ακονίζεται | ακονιζόταν(ε) | θα ακονίζεται | να ακονίζεται | ||
| α' πληθ. | ακονιζόμαστε | ακονιζόμαστε ακονιζόμασταν |
θα ακονιζόμαστε | να ακονιζόμαστε | ||
| β' πληθ. | ακονίζεστε | ακονιζόσαστε ακονιζόσασταν |
θα ακονίζεστε | να ακονίζεστε | (ακονίζεστε) | |
| γ' πληθ. | ακονίζονται | ακονίζονταν ακονιζόντουσαν |
θα ακονίζονται | να ακονίζονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ακονίστηκα | θα ακονιστώ | να ακονιστώ | ακονιστεί | ||
| β' ενικ. | ακονίστηκες | θα ακονιστείς | να ακονιστείς | ακονίσου | ||
| γ' ενικ. | ακονίστηκε | θα ακονιστεί | να ακονιστεί | |||
| α' πληθ. | ακονιστήκαμε | θα ακονιστούμε | να ακονιστούμε | |||
| β' πληθ. | ακονιστήκατε | θα ακονιστείτε | να ακονιστείτε | ακονιστείτε | ||
| γ' πληθ. | ακονίστηκαν ακονιστήκαν(ε) |
θα ακονιστούν(ε) | να ακονιστούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω ακονιστεί | είχα ακονιστεί | θα έχω ακονιστεί | να έχω ακονιστεί | ακονισμένος | |
| β' ενικ. | έχεις ακονιστεί | είχες ακονιστεί | θα έχεις ακονιστεί | να έχεις ακονιστεί | ||
| γ' ενικ. | έχει ακονιστεί | είχε ακονιστεί | θα έχει ακονιστεί | να έχει ακονιστεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε ακονιστεί | είχαμε ακονιστεί | θα έχουμε ακονιστεί | να έχουμε ακονιστεί | ||
| β' πληθ. | έχετε ακονιστεί | είχατε ακονιστεί | θα έχετε ακονιστεί | να έχετε ακονιστεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν ακονιστεί | είχαν ακονιστεί | θα έχουν ακονιστεί | να έχουν ακονιστεί | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι ακονισμένος - είμαστε, είστε, είναι ακονισμένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν ακονισμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν ακονισμένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι ακονισμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι ακονισμένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι ακονισμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι ακονισμένοι | |||||
Μεταφράσεις
Πηγές
- Γεώργιος Μπαμπινιώτης, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Κέντρο Λεξικολογίας, 2005), σελ. 104
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
