ακόντιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ακόντιο τα ακόντια
      γενική του ακόντιου
& ακοντίου
των ακόντιων
& ακοντίων
    αιτιατική το ακόντιο τα ακόντια
     κλητική ακόντιο ακόντια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ψαράς στηρίζεται στο ακόντιό του
Αθλήτρια ακοντίου

Ετυμολογία

ακόντιο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀκόντιον
(τοπογραφικό όργανο) < (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική piquet[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /aˈkon.dio/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ακόντιο

Ουσιαστικό

ακόντιο ουδέτερο

  1. όπλο που αποτελείται από μακρύ ξύλινο κοντάρι, με μεταλλική συνήθως αιχμή, και εκτοξεύεται με το χέρι και χρησιμοποιούνταν στο κυνήγι ή στον πόλεμο (οπότε λεγόταν δόρυ)
  2. (αθλητισμός) ξύλινο κοντάρι που χρησιμοποιείται στον ακοντισμό
  3. (συνεκδοχικά) ο ακοντισμός
  4. ξύλινο κοντάρι μικρού μεγέθους το οποίο χρησιμοποιείται ως όργανο για τοπογραφικές μετρήσεις

Συγγενικά

Σύνθετα

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.