αιχμάλωτος
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αιχμάλωτος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική αἰχμάλωτος < αἰχμή + ἁλίσκομαι + -τος
- για τη μεταφορική σημασία < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική captif
Προφορά
- ΔΦΑ : /exˈma.lo.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αιχ‐μά‐λω‐τος
- παλιότερος συλλαβισμός : αι‐χμά‐λω‐τος
Επίθετο
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αιχμάλωτος | η | αιχμάλωτη | το | αιχμάλωτο |
| γενική | του | αιχμάλωτου | της | αιχμάλωτης | του | αιχμάλωτου |
| αιτιατική | τον | αιχμάλωτο | την | αιχμάλωτη | το | αιχμάλωτο |
| κλητική | αιχμάλωτε | αιχμάλωτη | αιχμάλωτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αιχμάλωτοι | οι | αιχμάλωτες | τα | αιχμάλωτα |
| γενική | των | αιχμάλωτων | των | αιχμάλωτων | των | αιχμάλωτων |
| αιτιατική | τους | αιχμάλωτους | τις | αιχμάλωτες | τα | αιχμάλωτα |
| κλητική | αιχμάλωτοι | αιχμάλωτες | αιχμάλωτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
αιχμάλωτος
- που έχει απαχθεί και κρατείται με τη βία
- αιχμάλωτος των ληστών
- (μεταφορικά) που οι ενέργειές του εξαρτώνται από άλλους παράγοντες
Ουσιαστικό
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αιχμάλωτος | οι | αιχμάλωτοι |
| γενική | του | αιχμάλωτου & αιχμαλώτου |
των | αιχμάλωτων & αιχμαλώτων |
| αιτιατική | τον | αιχμάλωτο | τους | αιχμάλωτους & αιχμαλώτους |
| κλητική | αιχμάλωτε | αιχμάλωτοι | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
αιχμάλωτος αρσενικό
- το άτομο που έχει πιαστεί αιχμάλωτο, που συλλαμβάνεται και κρατείται από τον εχθρό σε καιρό πολέμου
- γερμανός αιχμάλωτος / οι βρετανοί αιχμάλωτοι
Συγγενικά
Μεταφράσεις
Αναφορές
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.