άκρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | άκρος | η | άκρα | το | άκρο |
| γενική | του | άκρου | της | άκρας | του | άκρου |
| αιτιατική | τον | άκρο | την | άκρα | το | άκρο |
| κλητική | άκρε | άκρα | άκρο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | άκροι | οι | άκρες | τα | άκρα |
| γενική | των | άκρων | των | άκρων | των | άκρων |
| αιτιατική | τους | άκρους | τις | άκρες | τα | άκρα |
| κλητική | άκροι | άκρες | άκρα | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- άκρος < αρχαία ελληνική ἄκρος < ρίζα *ακ- (όπως και η ακμή, η αιχμή κ.λπ.)
Επίθετο
άκρος, -α, -ο, η άκρα, το άκρο
- (λόγιο) που βρίσκεται στην άκρη, στο τελευταίο τοπικά τμήμα ενός συνόλου
- χειρουργική άκρας χειρός
- που έχει μια ιδιότητα στον ανώτερο βαθμό, απόλυτος· χρησιμοποιείται σε λόγιες εκφράσεις
- χαίρει άκρας υγείας
- χαίρει άκρας εμπιστοσύνης
- τηρείται άκρα μυστικότητα
- άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει (Διονύσιος Σολωμός, Οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι, σχεδίασμα Β')
- που έχει ακραίες αντιλήψεις, που εντάσσεται στα άκρα του πολιτικού φάσματος
- άκρα δεξιά, άκρα αριστερά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.