ους
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ους < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική οὖς
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈus/
Ουσιαστικό
ους ουδέτερο, γενική: ωτός (κλιτικοί τύποι από την αρχαία κλίση στο οὖς)
- (αρχαιοπρεπές) το αφτί
Πολυλεκτικοί όροι
- έξω ους
- έσω ους
Συγγενικά
- → δείτε το συνθετικό ωτο-
Μεταφράσεις
ους
|
→ δείτε τη λέξη αφτί |
Πηγές
- ους - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ους - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.