μπιμπίκι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μπιμπίκι | τα | μπιμπίκια |
| γενική | του | μπιμπικιού | των | μπιμπικιών |
| αιτιατική | το | μπιμπίκι | τα | μπιμπίκια |
| κλητική | μπιμπίκι | μπιμπίκια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μπιμπίκι < (ίσως) μεσαιωνική ελληνική πιπίγγιον / πιπίγκι (νεοσσός)[1] [2]
Προφορά
- ΔΦΑ : /biˈbi.ci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μπι‐μπί‐κι
Ουσιαστικό
μπιμπίκι ουδέτερο
Συγγενικά
Μεταφράσεις
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ίσως < ιταλική μπέμπης Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. ή ίσως αρχαία ελληνική βέμβιξ (σβούρα) Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.