αισθάνομαι

Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των σελίδων που χρειάζονται επιμέλεια και έλεγχο
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού.

Για έλεγχο. όλων των μεταφράσεων Sarri.greek  | 18:59, 9 Ιανουαρίου 2022 (UTC).



Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αισθάνομαι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική αἰσθάνομαι

Προφορά

ΔΦΑ : /eˈsθa.no.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αισθάνομαι

Ρήμα

αισθάνομαι, π.αόρ.: αισθάνθηκα (αποθετικό ρήμα)

  1. αντιλαμβάνομαι κάτι με τις αισθήσεις, κυρίως με την αίσθηση της αφής ή της όσφρησης
    αισθάνθηκε ένα ελαφρό αεράκι να τον δροσίζει
  2. αντιλαμβάνομαι κάτι με το μυαλό μου, καταλαβαίνω
  3. προαισθάνομαι
  4. νιώθω ένα συναίσθημα
    αισθάνθηκε για πρώτη φορά στη ζωή του ελεύθερος
  5. (αμετάβατο) αντιλαμβάνομαι κατά ένα ορισμένο τρόπο την ψυχολογική μου κατάσταση ή τις σωματικές μου δυνάμεις και την κατάσταση της υγείας μου
    —Πώς αισθάνεσαι τώρα; —Πολύ καλύτερα, ευχαριστώˈ'

Συνώνυμα

Συγγενικά

Σύνθετα

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.