αισθηματολογία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αισθηματολογία οι αισθηματολογίες
      γενική της αισθηματολογίας των αισθηματολογιών
    αιτιατική την αισθηματολογία τις αισθηματολογίες
     κλητική αισθηματολογία αισθηματολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αισθηματολογία < αίσθημα + -λογία (<λόγος)

Ουσιαστικό

αισθηματολογία θηλυκό

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.