αισθησιοκρατικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αισθησιοκρατικός | η | αισθησιοκρατική | το | αισθησιοκρατικό |
| γενική | του | αισθησιοκρατικού | της | αισθησιοκρατικής | του | αισθησιοκρατικού |
| αιτιατική | τον | αισθησιοκρατικό | την | αισθησιοκρατική | το | αισθησιοκρατικό |
| κλητική | αισθησιοκρατικέ | αισθησιοκρατική | αισθησιοκρατικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αισθησιοκρατικοί | οι | αισθησιοκρατικές | τα | αισθησιοκρατικά |
| γενική | των | αισθησιοκρατικών | των | αισθησιοκρατικών | των | αισθησιοκρατικών |
| αιτιατική | τους | αισθησιοκρατικούς | τις | αισθησιοκρατικές | τα | αισθησιοκρατικά |
| κλητική | αισθησιοκρατικοί | αισθησιοκρατικές | αισθησιοκρατικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αισθησιοκρατικός < αισθησιοκρατία
Επίθετο
αισθησιοκρατικός
- ο σχετικός με την αισθησιοκρατία ή αισθησιαρχία
- ο οπαδός της θεωρίας της αισθησιοκρατίας, ο αισθησιοκράτης, εκείνος που πιστεύει ό,τι όλες οι γνώσεις προέρχονται αποκλειστικά από τα αισθητήρια όργανα και ο νους δεν μπορεί να επεξεργαστεί τίποτα που προηγουμένως δεν έχειγίνει αντικείμενο ενός από αυτά (των οργάνων)
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.