αισθητός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αισθητός | η | αισθητή | το | αισθητό |
| γενική | του | αισθητού | της | αισθητής | του | αισθητού |
| αιτιατική | τον | αισθητό | την | αισθητή | το | αισθητό |
| κλητική | αισθητέ | αισθητή | αισθητό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αισθητοί | οι | αισθητές | τα | αισθητά |
| γενική | των | αισθητών | των | αισθητών | των | αισθητών |
| αιτιατική | τους | αισθητούς | τις | αισθητές | τα | αισθητά |
| κλητική | αισθητοί | αισθητές | αισθητά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αισθητός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική αἰσθητός < αἰσθάνομαι
- σημασία «αντιλητπός» < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική perceptible [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.sθiˈtos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αι‐σθη‐τός
Επίθετο
αισθητός, -η -ο
- που γίνεται αντιληπτός με τις αισθήσεις
- ↪ ο σεισμός έγινε αισθητός σε όλη τη νοτιοδυτική χώρα
- σημαντικός, αξιοσημείωτος
- ↪ δεν υπάρχει αισθητή διαφορά
- έντονος, που προκαλεί αίσθηση
- ↪ η απουσία της ήταν αισθητή
Συνώνυμα
Συγγενικά
Μεταφράσεις
Αναφορές
- αισθητός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.