αισθησιαρχία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αισθησιαρχία | οι | αισθησιαρχίες |
| γενική | της | αισθησιαρχίας | των | αισθησιαρχιών |
| αιτιατική | την | αισθησιαρχία | τις | αισθησιαρχίες |
| κλητική | αισθησιαρχία | αισθησιαρχίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αισθησιαρχία < αίσθηση, αἴσθησι(ς) + -αρχία, (απόδοση) γαλλική sensualisme[1]
Ουσιαστικό
αισθησιαρχία θηλυκό
- (φιλοσοφία) φιλοσοφικό ρεύμα που δεχόταν ως πραγματικό μόνον ότι γινόταν αντιληπτό από τις αισθήσεις
Συνώνυμα
Συγγενικά
- αισθησιαρχικός
- → δείτε τις λέξεις αίσθηση και άρχω
Μεταφράσεις
αισθησιαρχία
Αναφορές
- αισθησιαρχία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.