αισθηματολογώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αισθηματολογώ < αισθηματολόγος +

Ρήμα

αισθηματολογώ

  1. φέρομαι ή μιλώ (συν)αισθηματικά (χωρίς λογική)
  2. φέρομαι ή μιλώ ερωτικά
     συνώνυμα: ερωτολογώ, ερωτοτροπώ

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.