αισθητικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αισθητικός | η | αισθητική | το | αισθητικό |
| γενική | του | αισθητικού | της | αισθητικής | του | αισθητικού |
| αιτιατική | τον | αισθητικό | την | αισθητική | το | αισθητικό |
| κλητική | αισθητικέ | αισθητική | αισθητικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αισθητικοί | οι | αισθητικές | τα | αισθητικά |
| γενική | των | αισθητικών | των | αισθητικών | των | αισθητικών |
| αιτιατική | τους | αισθητικούς | τις | αισθητικές | τα | αισθητικά |
| κλητική | αισθητικοί | αισθητικές | αισθητικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αισθητικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
αισθητικός, -ή, -ό
Σύνθετα
- αλγαισθητικός
- αντιαισθητικός
- παραισθητικός
- αναισθητικός (αφορά τα νεύρα)
Αντώνυμα
- αναισθητικός (αφορά τα νεύρα)
- αντιαισθητικός (αφορά την αισθητική)
Μεταφράσεις
επίθετο
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αισθητικός | οι | αισθητικοί |
| γενική | του | αισθητικού | των | αισθητικών |
| αιτιατική | τον | αισθητικό | τους | αισθητικούς |
| κλητική | αισθητικέ | αισθητικοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
αισθητικός αρσενικό ή θηλυκό
- που ασχολείται με την αισθητική ως κλάδο της φιλοσοφίας
- (επάγγελμα) που ασχολείται επαγγελματικά με την ομορφιά και την περιποίηση του ανθρώπινου σώματος, π.χ. των μαλλιών, των νυχιών, του προσώπου
- (επάγγελμα) που εργάζεται σε ινστιτούτο αισθητικής
Μεταφράσεις
που ασχολείται επαγγελματικά με την ομορφιά και την περιποίηση του ανθρώπινου σώματος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.