αισθηματικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αισθηματικός | η | αισθηματική | το | αισθηματικό |
| γενική | του | αισθηματικού | της | αισθηματικής | του | αισθηματικού |
| αιτιατική | τον | αισθηματικό | την | αισθηματική | το | αισθηματικό |
| κλητική | αισθηματικέ | αισθηματική | αισθηματικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αισθηματικοί | οι | αισθηματικές | τα | αισθηματικά |
| γενική | των | αισθηματικών | των | αισθηματικών | των | αισθηματικών |
| αιτιατική | τους | αισθηματικούς | τις | αισθηματικές | τα | αισθηματικά |
| κλητική | αισθηματικοί | αισθηματικές | αισθηματικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αισθηματικός < αίσθημα + -ικός < αισθάνομαι ((μεταφραστικό δάνειο) (γαλλικά sentimental)
Επίθετο
αισθηματικός -ή -ό
- που έχει σχέση με τα αισθήματα-συναισθήματα, ιδιαίτερα με τον έρωτα
- αισθηματική ιστορία, αισθηματικό μυθιστόρημα
Συνώνυμα
Συγγενικά
- αισθηματικά
- αισθηματικότητα
- αισθηματικώς
- αισθηματισμός
- → δείτε τις λέξεις αίσθημα και αίσθηση
Μεταφράσεις
αισθηματικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.