συναισθάνομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- συναισθάνομαι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συναισθάνομαι < συν- + αἰσθάνομαι
Προφορά
- ΔΦΑ : /si.neˈsθa.no.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐ναι‐σθά‐νο‐μαι
- παλιότερος συλλαβισμός : συν‐αι‐σθά‐νο‐μαι
Ρήμα
συναισθάνομαι, αόρ.: συναισθάνθηκα, μτχ.π.ε.: συναισθανόμενος (αποθετικό ρήμα)
- αισθάνομαι πλήρως μια (συνήθως δυσάρεστη) κατάσταση που αφορά εμένα ή κάποιον άλλο, την αντιλαμβάνομαι και τη νιώθω
Συγγενικά
- ασυναισθησία
- ασυναίσθητα
- ασυναίσθητος
- ασυναισθήτως
- αυτοσυναίσθημα
- αυτοσυναίσθηση
- ενσυναίσθημα
- ενσυναίσθηση
- συναισθανόμενος
- συναίσθημα
- συναισθηματικά
- συναισθηματικός
- συναισθηματικότητα
- συναισθηματικώς
- συναισθηματισμός
- συναίσθηση
- συναισθησία
- συναισθησιακά
- συναισθησιακός
- συναισθητικός
- ψυχοσυναισθηματικά
- ψυχοσυναισθηματικός
- ψυχοσυναισθηματικώς
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | συναισθάνομαι | συναισθανόμουν(α) | θα συναισθάνομαι | να συναισθάνομαι | συναισθανόμενος | |
| β' ενικ. | συναισθάνεσαι | συναισθανόσουν(α) | θα συναισθάνεσαι | να συναισθάνεσαι | ||
| γ' ενικ. | συναισθάνεται | συναισθανόταν(ε) | θα συναισθάνεται | να συναισθάνεται | ||
| α' πληθ. | συναισθανόμαστε | συναισθανόμαστε συναισθανόμασταν |
θα συναισθανόμαστε | να συναισθανόμαστε | ||
| β' πληθ. | συναισθάνεστε | συναισθανόσαστε συναισθανόσασταν |
θα συναισθάνεστε | να συναισθάνεστε | (συναισθάνεστε) | |
| γ' πληθ. | συναισθάνονται | συναισθάνονταν συναισθανόντουσαν |
θα συναισθάνονται | να συναισθάνονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | συναισθάνθηκα | θα συναισθανθώ | να συναισθανθώ | συναισθανθεί | ||
| β' ενικ. | συναισθάνθηκες | θα συναισθανθείς | να συναισθανθείς | συναισθάνσου | ||
| γ' ενικ. | συναισθάνθηκε | θα συναισθανθεί | να συναισθανθεί | |||
| α' πληθ. | συναισθανθήκαμε | θα συναισθανθούμε | να συναισθανθούμε | |||
| β' πληθ. | συναισθανθήκατε | θα συναισθανθείτε | να συναισθανθείτε | συναισθανθείτε | ||
| γ' πληθ. | συναισθάνθηκαν συναισθανθήκαν(ε) |
θα συναισθανθούν(ε) | να συναισθανθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω συναισθανθεί | είχα συναισθανθεί | θα έχω συναισθανθεί | να έχω συναισθανθεί | ||
| β' ενικ. | έχεις συναισθανθεί | είχες συναισθανθεί | θα έχεις συναισθανθεί | να έχεις συναισθανθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει συναισθανθεί | είχε συναισθανθεί | θα έχει συναισθανθεί | να έχει συναισθανθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε συναισθανθεί | είχαμε συναισθανθεί | θα έχουμε συναισθανθεί | να έχουμε συναισθανθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε συναισθανθεί | είχατε συναισθανθεί | θα έχετε συναισθανθεί | να έχετε συναισθανθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν συναισθανθεί | είχαν συναισθανθεί | θα έχουν συναισθανθεί | να έχουν συναισθανθεί | ||
Αρχαία ελληνικά (grc)
Πηγές
- συναισθάνομαι - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- συναισθάνομαι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.