συναισθάνομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

συναισθάνομαι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συναισθάνομαι < συν- + αἰσθάνομαι

Προφορά

ΔΦΑ : /si.neˈsθa.no.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συναισθάνομαι
παλιότερος συλλαβισμός: συναισθάνομαι

Ρήμα

συναισθάνομαι, αόρ.: συναισθάνθηκα, μτχ.π.ε.: συναισθανόμενος (αποθετικό ρήμα)

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

συναισθάνομαι < συν- + αἰσθάνομαι


ζητούμενο λήμμα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.