προαισθάνομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- προαισθάνομαι < αρχαία ελληνική προαισθάνομαι
Προφορά
- ΔΦΑ : /pɾo.eˈsθa.no.me/
Ρήμα
προαισθάνομαι (αποθετικό ρήμα)
- αισθάνομαι εκ των προτέρων κάτι που πρόκειται να συμβεί, προβλέπω, διαισθάνομαι
Συγγενικά
- προαίσθημα
- προαίσθηση
- → δείτε τη λέξη αισθάνομαι
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | προαισθάνομαι | προαισθανόμουν(α) | θα προαισθάνομαι | να προαισθάνομαι | προαισθανόμενος | |
| β' ενικ. | προαισθάνεσαι | προαισθανόσουν(α) | θα προαισθάνεσαι | να προαισθάνεσαι | (προαισθάνου) | |
| γ' ενικ. | προαισθάνεται | προαισθανόταν(ε) | θα προαισθάνεται | να προαισθάνεται | ||
| α' πληθ. | προαισθανόμαστε | προαισθανόμαστε προαισθανόμασταν |
θα προαισθανόμαστε | να προαισθανόμαστε | ||
| β' πληθ. | προαισθάνεστε | προαισθανόσαστε προαισθανόσασταν |
θα προαισθάνεστε | να προαισθάνεστε | (προαισθάνεστε) | |
| γ' πληθ. | προαισθάνονται | προαισθάνονταν προαισθανόντουσαν |
θα προαισθάνονται | να προαισθάνονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | προαισθάνθηκα | θα προαισθανθώ | να προαισθανθώ | προαισθανθεί | ||
| β' ενικ. | προαισθάνθηκες | θα προαισθανθείς | να προαισθανθείς | προαισθάνσου | ||
| γ' ενικ. | προαισθάνθηκε | θα προαισθανθεί | να προαισθανθεί | |||
| α' πληθ. | προαισθανθήκαμε | θα προαισθανθούμε | να προαισθανθούμε | |||
| β' πληθ. | προαισθανθήκατε | θα προαισθανθείτε | να προαισθανθείτε | προαισθανθείτε | ||
| γ' πληθ. | προαισθάνθηκαν προαισθανθήκαν(ε) |
θα προαισθανθούν(ε) | να προαισθανθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω προαισθανθεί | είχα προαισθανθεί | θα έχω προαισθανθεί | να έχω προαισθανθεί | ||
| β' ενικ. | έχεις προαισθανθεί | είχες προαισθανθεί | θα έχεις προαισθανθεί | να έχεις προαισθανθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει προαισθανθεί | είχε προαισθανθεί | θα έχει προαισθανθεί | να έχει προαισθανθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε προαισθανθεί | είχαμε προαισθανθεί | θα έχουμε προαισθανθεί | να έχουμε προαισθανθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε προαισθανθεί | είχατε προαισθανθεί | θα έχετε προαισθανθεί | να έχετε προαισθανθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν προαισθανθεί | είχαν προαισθανθεί | θα έχουν προαισθανθεί | να έχουν προαισθανθεί | ||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.