αισθητότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αισθητότητα οι αισθητότητες
      γενική της αισθητότητας των αισθητοτήτων
    αιτιατική την αισθητότητα τις αισθητότητες
     κλητική αισθητότητα αισθητότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αισθητότητα < αισθητός + -ότητα

Ουσιαστικό

αισθητότητα θηλυκό

  1. το να είναι κάποιος αισθητός
     συνώνυμα: απτότητα
  2. το να μπορεί κάποιος να αισθάνεται, να αντιλαμβάνεται
     συνώνυμα: αντιληπτότητα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.