αισθαντικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αισθαντικός η αισθαντική το αισθαντικό
      γενική του αισθαντικού της αισθαντικής του αισθαντικού
    αιτιατική τον αισθαντικό την αισθαντική το αισθαντικό
     κλητική αισθαντικέ αισθαντική αισθαντικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αισθαντικοί οι αισθαντικές τα αισθαντικά
      γενική των αισθαντικών των αισθαντικών των αισθαντικών
    αιτιατική τους αισθαντικούς τις αισθαντικές τα αισθαντικά
     κλητική αισθαντικοί αισθαντικές αισθαντικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αισθαντικός < αισθάνομαι

Επίθετο

αισθαντικός, -ή, -ό

  1. που χαρακτηρίζεται από ευαισθησία στη σκέψη και την έκφραση
    αισθαντικός ποιητής

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.