αισθαντικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αισθαντικός | η | αισθαντική | το | αισθαντικό |
| γενική | του | αισθαντικού | της | αισθαντικής | του | αισθαντικού |
| αιτιατική | τον | αισθαντικό | την | αισθαντική | το | αισθαντικό |
| κλητική | αισθαντικέ | αισθαντική | αισθαντικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αισθαντικοί | οι | αισθαντικές | τα | αισθαντικά |
| γενική | των | αισθαντικών | των | αισθαντικών | των | αισθαντικών |
| αιτιατική | τους | αισθαντικούς | τις | αισθαντικές | τα | αισθαντικά |
| κλητική | αισθαντικοί | αισθαντικές | αισθαντικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αισθαντικός < αισθάνομαι
Επίθετο
αισθαντικός, -ή, -ό
- που χαρακτηρίζεται από ευαισθησία στη σκέψη και την έκφραση
- αισθαντικός ποιητής
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.