αισθητηριακός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αισθητηριακός | η | αισθητηριακή | το | αισθητηριακό |
| γενική | του | αισθητηριακού | της | αισθητηριακής | του | αισθητηριακού |
| αιτιατική | τον | αισθητηριακό | την | αισθητηριακή | το | αισθητηριακό |
| κλητική | αισθητηριακέ | αισθητηριακή | αισθητηριακό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αισθητηριακοί | οι | αισθητηριακές | τα | αισθητηριακά |
| γενική | των | αισθητηριακών | των | αισθητηριακών | των | αισθητηριακών |
| αιτιατική | τους | αισθητηριακούς | τις | αισθητηριακές | τα | αισθητηριακά |
| κλητική | αισθητηριακοί | αισθητηριακές | αισθητηριακά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αισθητηριακός < αισθητήριο + -ακός
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.