αισθησιακός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αισθησιακός η αισθησιακή το αισθησιακό
      γενική του αισθησιακού της αισθησιακής του αισθησιακού
    αιτιατική τον αισθησιακό την αισθησιακή το αισθησιακό
     κλητική αισθησιακέ αισθησιακή αισθησιακό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αισθησιακοί οι αισθησιακές τα αισθησιακά
      γενική των αισθησιακών των αισθησιακών των αισθησιακών
    αιτιατική τους αισθησιακούς τις αισθησιακές τα αισθησιακά
     κλητική αισθησιακοί αισθησιακές αισθησιακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αισθησιακός < αρχαία ελληνική, καθαρεύουσα αἴσθησι(ς) + -ακός [1]

Επίθετο

αισθησιακός, -ή, -ό

  1. σχετικός με τις αισθήσεις
  2. που διεγείρει την ερωτική διάθεση

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.