αισθησιακός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αισθησιακός | η | αισθησιακή | το | αισθησιακό |
| γενική | του | αισθησιακού | της | αισθησιακής | του | αισθησιακού |
| αιτιατική | τον | αισθησιακό | την | αισθησιακή | το | αισθησιακό |
| κλητική | αισθησιακέ | αισθησιακή | αισθησιακό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αισθησιακοί | οι | αισθησιακές | τα | αισθησιακά |
| γενική | των | αισθησιακών | των | αισθησιακών | των | αισθησιακών |
| αιτιατική | τους | αισθησιακούς | τις | αισθησιακές | τα | αισθησιακά |
| κλητική | αισθησιακοί | αισθησιακές | αισθησιακά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αισθησιακός < αρχαία ελληνική, καθαρεύουσα αἴσθησι(ς) + -ακός [1]
Μεταφράσεις
Αναφορές
- αισθησιακός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.