αισθητικότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αισθητικότητα οι αισθητικότητες
      γενική της αισθητικότητας των αισθητικοτήτων
    αιτιατική την αισθητικότητα τις αισθητικότητες
     κλητική αισθητικότητα αισθητικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αισθητικότητα < αισθητική + -ότητα

Ουσιαστικό

αισθητικότητα θηλυκό

  1. η ευαισθησία στην αντίληψη, πρόσληψη και φανέρωση του κάλλους, του ωραίου
  2. αντιληπτική ικανότητα μέσω των αισθήσεων

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.