αναισθητικό

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αναισθητικό τα αναισθητικά
      γενική του αναισθητικού των αναισθητικών
    αιτιατική το αναισθητικό τα αναισθητικά
     κλητική αναισθητικό αναισθητικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αναισθητικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αναισθητικός

Ουσιαστικό

αναισθητικό ουδέτερο

  • ουσία που προκαλεί απώλεια της συνείδησης (αναισθησία) και χορηγείται σε ασθενή πριν από χειρουργική επέμβαση

Μεταφράσεις


Κλιτικός τύπος επιθέτου

αναισθητικό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.