αισθαντικότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αισθαντικότητα οι αισθαντικότητες
      γενική της αισθαντικότητας των αισθαντικοτήτων
    αιτιατική την αισθαντικότητα τις αισθαντικότητες
     κλητική αισθαντικότητα αισθαντικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αισθαντικότητα < αισθαντικός + -ότητα/-ότης

Ουσιαστικό

αισθαντικότητα θηλυκό

  1. η ευαισθησία και ο πλούτος στη συναισθηματική και καλλιτεχνική έκφραση
    η τραγουδίστρια αυτή έχει μια φωνή γεμάτη αισθαντικότητα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.