αναίσθητος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αναίσθητος | η | αναίσθητη | το | αναίσθητο |
| γενική | του | αναίσθητου | της | αναίσθητης | του | αναίσθητου |
| αιτιατική | τον | αναίσθητο | την | αναίσθητη | το | αναίσθητο |
| κλητική | αναίσθητε | αναίσθητη | αναίσθητο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αναίσθητοι | οι | αναίσθητες | τα | αναίσθητα |
| γενική | των | αναίσθητων | των | αναίσθητων | των | αναίσθητων |
| αιτιατική | τους | αναίσθητους | τις | αναίσθητες | τα | αναίσθητα |
| κλητική | αναίσθητοι | αναίσθητες | αναίσθητα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αναίσθητος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀναίσθητος < ἀν- (στερητικό αν-) + αἰσθητός < αἰσθάνομαι
Προφορά
- ΔΦΑ : /aˈne.sθi.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ναί‐σθη‐τος
Επίθετο
αναίσθητος, -η, -ο
- που χάνει τις αισθήσεις του από χτύπημα ή ασθένεια ή λήψη φαρμάκων που προκαλούν καταστολή ή νάρκωση
- (μεταφορικά) που δεν τρέφει αισθήματα, που δε συγκινείται, που δεν ανταποκρίνεται στις ανάγκες άλλων ατόμων ή και σε τυχόν συναισθηματική προσβολή του ίδιου
- ↪ Δεν ιδρώνει τ' αυτί του, είναι αναίσθητος.
- ↪ Μην προσπαθείς να τον φέρεις στο φιλότιμο, είναι αναίσθητος.
- ≈ συνώνυμα: αδιάφορος, άκαρδος, ανάλγητος, άπονος, ασυγκίνητος, παγερός, ψυχρός, εγωιστής
- ≠ αντώνυμα: ευαίσθητος, συμπονετικός, τρυφερός, φιλότιμος
Συγγενικά
με αναισθ-
- αιθεραναισθησία
- αναισθησία
- αναισθησιογόνος
- αναισθησιολογία
- αναισθησιολογικός
- αναισθησιολόγος
- αναίσθητα (επίρρημα)
- αναισθητίζω, αναισθητίζομαι
- αναισθητικός
- αναισθητοποιημένος
- αναισθητοποίηση
- αναισθητοποιώ, αναισθητοποιούμαι
- αναισθήτως
- ημιαναισθησία
- ημιαναίσθητος
- κρυαναισθησία
→ και δείτε τις λέξεις ανεπαίσθητος, αισθητός και αισθάνομαι για θέματα με αισθ-
Μεταφράσεις
που έχασε τις αισθήσεις του
που δεν έχει αισθήματα
|
Πηγές
- αναίσθητος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- αναίσθητος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.