αισθητοποιώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αισθητοποιώ < αισθητός + -ο- + -ποιώ ((μεταφραστικό δάνειο) (γαλλικά) rendre sensible)

Ρήμα

αισθητοποιώ (παθητική φωνή: αισθητοποιούμαι)

  • παρουσιάζω κάτι ή το περιγράφω, ώστε να γίνει αντιληπτό από τις αισθήσεις

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.