αισθητοποιώ
Νέα ελληνικά (el)
Ρήμα
αισθητοποιώ (παθητική φωνή: αισθητοποιούμαι)
- παρουσιάζω κάτι ή το περιγράφω, ώστε να γίνει αντιληπτό από τις αισθήσεις
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αισθητοποιώ | αισθητοποιούσα | θα αισθητοποιώ | να αισθητοποιώ | αισθητοποιώντας | |
| β' ενικ. | αισθητοποιείς | αισθητοποιούσες | θα αισθητοποιείς | να αισθητοποιείς | (αισθητοποίει) | |
| γ' ενικ. | αισθητοποιεί | αισθητοποιούσε | θα αισθητοποιεί | να αισθητοποιεί | ||
| α' πληθ. | αισθητοποιούμε | αισθητοποιούσαμε | θα αισθητοποιούμε | να αισθητοποιούμε | ||
| β' πληθ. | αισθητοποιείτε | αισθητοποιούσατε | θα αισθητοποιείτε | να αισθητοποιείτε | αισθητοποιείτε | |
| γ' πληθ. | αισθητοποιούν(ε) | αισθητοποιούσαν(ε) | θα αισθητοποιούν(ε) | να αισθητοποιούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αισθητοποίησα | θα αισθητοποιήσω | να αισθητοποιήσω | αισθητοποιήσει | ||
| β' ενικ. | αισθητοποίησες | θα αισθητοποιήσεις | να αισθητοποιήσεις | αισθητοποίησε | ||
| γ' ενικ. | αισθητοποίησε | θα αισθητοποιήσει | να αισθητοποιήσει | |||
| α' πληθ. | αισθητοποιήσαμε | θα αισθητοποιήσουμε | να αισθητοποιήσουμε | |||
| β' πληθ. | αισθητοποιήσατε | θα αισθητοποιήσετε | να αισθητοποιήσετε | αισθητοποιήστε | ||
| γ' πληθ. | αισθητοποίησαν αισθητοποιήσαν(ε) |
θα αισθητοποιήσουν(ε) | να αισθητοποιήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω αισθητοποιήσει | είχα αισθητοποιήσει | θα έχω αισθητοποιήσει | να έχω αισθητοποιήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις αισθητοποιήσει | είχες αισθητοποιήσει | θα έχεις αισθητοποιήσει | να έχεις αισθητοποιήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει αισθητοποιήσει | είχε αισθητοποιήσει | θα έχει αισθητοποιήσει | να έχει αισθητοποιήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε αισθητοποιήσει | είχαμε αισθητοποιήσει | θα έχουμε αισθητοποιήσει | να έχουμε αισθητοποιήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε αισθητοποιήσει | είχατε αισθητοποιήσει | θα έχετε αισθητοποιήσει | να έχετε αισθητοποιήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν αισθητοποιήσει | είχαν αισθητοποιήσει | θα έχουν αισθητοποιήσει | να έχουν αισθητοποιήσει |
| |
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αισθητοποιούμαι | αισθητοποιούμουν | θα αισθητοποιούμαι | να αισθητοποιούμαι | ||
| β' ενικ. | αισθητοποιείσαι | αισθητοποιούσουν | θα αισθητοποιείσαι | να αισθητοποιείσαι | ||
| γ' ενικ. | αισθητοποιείται | αισθητοποιούνταν | θα αισθητοποιείται | να αισθητοποιείται | ||
| α' πληθ. | αισθητοποιούμαστε | αισθητοποιούμασταν αισθητοποιούμαστε |
θα αισθητοποιούμαστε | να αισθητοποιούμαστε | ||
| β' πληθ. | αισθητοποιείστε | αισθητοποιούσασταν αισθητοποιούσαστε |
θα αισθητοποιείστε | να αισθητοποιείστε | αισθητοποιείστε | |
| γ' πληθ. | αισθητοποιούνται | αισθητοποιούνταν | θα αισθητοποιούνται | να αισθητοποιούνται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αισθητοποιήθηκα | θα αισθητοποιηθώ | να αισθητοποιηθώ | αισθητοποιηθεί | ||
| β' ενικ. | αισθητοποιήθηκες | θα αισθητοποιηθείς | να αισθητοποιηθείς | αισθητοποιήσου | ||
| γ' ενικ. | αισθητοποιήθηκε | θα αισθητοποιηθεί | να αισθητοποιηθεί | |||
| α' πληθ. | αισθητοποιηθήκαμε | θα αισθητοποιηθούμε | να αισθητοποιηθούμε | |||
| β' πληθ. | αισθητοποιηθήκατε | θα αισθητοποιηθείτε | να αισθητοποιηθείτε | αισθητοποιηθείτε | ||
| γ' πληθ. | αισθητοποιήθηκαν αισθητοποιηθήκαν(ε) |
θα αισθητοποιηθούν(ε) | να αισθητοποιηθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω αισθητοποιηθεί | είχα αισθητοποιηθεί | θα έχω αισθητοποιηθεί | να έχω αισθητοποιηθεί | αισθητοποιημένος | |
| β' ενικ. | έχεις αισθητοποιηθεί | είχες αισθητοποιηθεί | θα έχεις αισθητοποιηθεί | να έχεις αισθητοποιηθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει αισθητοποιηθεί | είχε αισθητοποιηθεί | θα έχει αισθητοποιηθεί | να έχει αισθητοποιηθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε αισθητοποιηθεί | είχαμε αισθητοποιηθεί | θα έχουμε αισθητοποιηθεί | να έχουμε αισθητοποιηθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε αισθητοποιηθεί | είχατε αισθητοποιηθεί | θα έχετε αισθητοποιηθεί | να έχετε αισθητοποιηθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν αισθητοποιηθεί | είχαν αισθητοποιηθεί | θα έχουν αισθητοποιηθεί | να έχουν αισθητοποιηθεί | ||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.