πρωκτός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | πρωκτός | οι | πρωκτοί |
| γενική | του | πρωκτού | των | πρωκτών |
| αιτιατική | τον | πρωκτό | τους | πρωκτούς |
| κλητική | πρωκτέ | πρωκτοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πρωκτός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πρωκτός
Ουσιαστικό
πρωκτός αρσενικό
- (ανατομία): το οπίσθιο άνοιγμα του πεπτικού σωλήνα που περιβάλλεται από ειδικό δακτύλιο μυών καλούμενος σφιγκτήρας
- το κατώτατο τμήμα του απευθυσμένου από το οποίο βγαίνουν τα κόπρανα
- ↪ Το θερμόμετρο θα πρέπει να τοποθετηθεί στον πρωκτό του ζώου.
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.