ενεδρευτικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ενεδρευτικός η ενεδρευτική το ενεδρευτικό
      γενική του ενεδρευτικού της ενεδρευτικής του ενεδρευτικού
    αιτιατική τον ενεδρευτικό την ενεδρευτική το ενεδρευτικό
     κλητική ενεδρευτικέ ενεδρευτική ενεδρευτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ενεδρευτικοί οι ενεδρευτικές τα ενεδρευτικά
      γενική των ενεδρευτικών των ενεδρευτικών των ενεδρευτικών
    αιτιατική τους ενεδρευτικούς τις ενεδρευτικές τα ενεδρευτικά
     κλητική ενεδρευτικοί ενεδρευτικές ενεδρευτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ενεδρευτικός < ελληνιστική κοινή ἐνεδρευτικός < ἐνεδρευτής < αρχαία ελληνική ἐνεδρεύω

Επίθετο

ενεδρευτικός

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.