εξέδρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εξέδρα οι εξέδρες
      γενική της εξέδρας των εξεδρών
    αιτιατική την εξέδρα τις εξέδρες
     κλητική εξέδρα εξέδρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εξέδρα < εξ + έδρα < αρχαία ελληνική ἐξέδρα (βοηθητικό οίκημα, καλύβα, στοά) < ἐξ + ἕδρα)

Ουσιαστικό

εξέδρα θηλυκό

  1. υπερυψωμένη κατασκευή (συνήθως ξύλινη), για διάφορους σκοπούς
    εξέδρα καταδύσεων (κατασκευή σε ορισμένο ύψος στις πισίνες, από το οποίο κάνει βουτιά ο κολυμβητής)
    εξέδρα επισήμων (σε παρελάσεις συνήθως)
    εξέδρα άντλησηςπετρελαίου
    εξέδρες γηπέδου (εξέδρες καθισμάτων)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.