facet
Αγγλικά
(en)
ενικός
πληθυντικός
facet
facets
Ουσιαστικό
facet
(en)
η
πτυχή
, η
όψη
, η
πλευρά
αντικειμένου, υλικού, επιστημονικού, συζήτησης, ιδέας κτλ.
↪
I am examining all
facets
of a problem/a case.
Εξετάζω όλες τις
πτυχές
ενός προβλήματος/μιας υπόθεσης.
≈
συνώνυμα
:
aspect
η
έδρα
ενός πολύτιμου λίθου
↪
the
facet
of a diamond
- η
έδρα
ενός διαμαντιού
Πηγές
facet
-
Oxford Learner's Dictionaries
Πολωνικά
(pl)
Προφορά
ⓘ
Ουσιαστικό
facet
(pl)
αρσενικό
ο
τύπος
(κάποιος
άντρας
)
Συγγενικά
facetka
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.