γήπεδο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | γήπεδο | τα | γήπεδα |
| γενική | του | γηπέδου & γήπεδου |
των | γηπέδων |
| αιτιατική | το | γήπεδο | τα | γήπεδα |
| κλητική | γήπεδο | γήπεδα | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

γήπεδο τένις
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈʝi.pe.ðo/
Ουσιαστικό
γήπεδο ουδέτερο
- γηπεδάκι
- γηπεδάρα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.