εδρικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εδρικός | η | εδρική | το | εδρικό |
| γενική | του | εδρικού | της | εδρικής | του | εδρικού |
| αιτιατική | τον | εδρικό | την | εδρική | το | εδρικό |
| κλητική | εδρικέ | εδρική | εδρικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εδρικοί | οι | εδρικές | τα | εδρικά |
| γενική | των | εδρικών | των | εδρικών | των | εδρικών |
| αιτιατική | τους | εδρικούς | τις | εδρικές | τα | εδρικά |
| κλητική | εδρικοί | εδρικές | εδρικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εδρικός < ελληνιστική κοινή ἑδρικός < αρχαία ελληνική ἕδρα
Επίθετο
εδρικός, -ή, -ό
- (γενικότερα) που έχει σχέση με την έδρα ή αναφέρεται σ’ αυτή
- (ειδικότερα) που έχει σχέση με την έδρα / τον πρωκτό ή αναφέρεται σ’ αυτή
- → δείτε τη λέξη πρωκτικός
Συγγενικά
- ολοεδρικός
- πολυεδρικός
- → δείτε τη λέξη έδρα
Μεταφράσεις
εδρικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.