εδραιωμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εδραιωμένος | η | εδραιωμένη | το | εδραιωμένο |
| γενική | του | εδραιωμένου | της | εδραιωμένης | του | εδραιωμένου |
| αιτιατική | τον | εδραιωμένο | την | εδραιωμένη | το | εδραιωμένο |
| κλητική | εδραιωμένε | εδραιωμένη | εδραιωμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εδραιωμένοι | οι | εδραιωμένες | τα | εδραιωμένα |
| γενική | των | εδραιωμένων | των | εδραιωμένων | των | εδραιωμένων |
| αιτιατική | τους | εδραιωμένους | τις | εδραιωμένες | τα | εδραιωμένα |
| κλητική | εδραιωμένοι | εδραιωμένες | εδραιωμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
εδραιωμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.