γραφείο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | γραφείο | τα | γραφεία |
| γενική | του | γραφείου | των | γραφείων |
| αιτιατική | το | γραφείο | τα | γραφεία |
| κλητική | γραφείο | γραφεία | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- γραφείο < αρχαία ελληνική γραφεῖον
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɣɾaˈfi.o/
Ουσιαστικό
γραφείο ουδέτερο
- έπιπλο κατάλληλο για να γράψει κανείς
- δωμάτιο σε σπίτι, διαμορφωμένο και επιπλωμένο ως χώρος μελέτης
- χώρος σε εταιρεία ή υπηρεσία που στεγάζει τις δραστηριότητες ενός υπαλλήλου ή στελέχους
- υπηρεσία ή κατάστημα που προσφέρει συγκεκριμένες υπηρεσίες
- γραφείο ευρέσεως εργασίας
- γραφείο κηδειών
- δικηγορικό γραφείο
- χώρος που χρησιμοποιεί ένας πολιτικός για να έρχεται σε επαφή με το κοινό
- οι βουλευτές παίρνουν επίδομα για τα έξοδα του πολιτικού γραφείου τους
- συλλογικό όργανο λήψης αποφάσεων σε πολιτικό κόμμα
- το Πολιτικό Γραφείο του ΠΑΣΟΚ
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη γράφω
Σύνθετα
Μεταφράσεις
γραφείο
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.