βουλή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βουλή οι βουλές
      γενική της βουλής των βουλών
    αιτιατική τη βουλή τις βουλές
     κλητική βουλή βουλές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βουλή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική βουλή (θέληση, απόφαση, γνώμη, συμβουλή)

Ουσιαστικό

βουλή θηλυκό

  1. (πολιτική) το νομοθετικό σώμα
    1. στα σύγχρονα πολιτεύματα
      Η βουλή είναι δυνατόν να διακρίνεται σε Άνω Βουλή (Γερουσία), Βουλή των Λόρδων και Βουλή των Κοινοτήτων στο Ηνωμένο Βασίλειο, Κάτω Βουλή ή Βουλή των Αντιπροσώπων στις ΗΠΑ.
    2. (ιστορία) ο θεσμός της αρχαίας πόλης κράτους, όπως της Αθήνας
      Η βουλή στην αθηναϊκή δημοκρατία αποτελούνταν από 500 αντιπροσώπους, 50 από κάθε φυλή, οι οποίοι εκλέγονταν με κλήρωση (η βουλή των πεντακοσίων)· συζητούσε προκαταρκτικά τις υποθέσεις της πόλης και εξέδιδε προβούλευμα
  2. το κτίριο εντός του οποίου συνεδριάζει το ομώνυμο νομοθετικό σώμα
  3. θέληση, απόφαση, γνώμη

Πολυλεκτικοί όροι

  • αναθεωρητική βουλή
  • άνω βουλή
  • Βουλή των Αντιπροσώπων
  • Βουλή των Εφήβων
  • Βουλή των Κοινοτήτων
  • Βουλή των Λόρδων
  • κάτω βουλή
  • οι τριακόσιοι της βουλής
  • συντακτική βουλή, συνταγματική βουλή
  • ψήφος εμπιστοσύνης

Εκφράσεις

  • άγνωσται αι βουλαί του Κυρίου /του Υψίστου
  • άλλαι μεν βουλαί των ανθρώπων, άλλα δε ο Θεός κελεύει
  • ανεξερεύνητες οι βουλές του Υψίστου

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική βουλή αἱ βουλαί
      γενική τῆς βουλῆς τῶν βουλῶν
      δοτική τῇ βουλ ταῖς βουλαῖς
    αιτιατική τὴν βουλήν τὰς βουλᾱ́ς
     κλητική ! βουλή βουλαί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  βουλᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  βουλαῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βουλή < βούλ(ομαι) +

Ουσιαστικό

βουλή θηλυκό

  1. επιθυμία, θέληση, απόφαση
  2. συμβουλή, σχέδιο, επιδίωξη
  3. διαβούλευση, συζήτηση
    5ος πκε αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 3 (Θάλεια), 78.1
    οἱ δὲ μάγοι ἔτυχον ἀμφότεροι τηνικαῦτα ἐόντες [τε] ἔσω καὶ τὰ ἀπὸ Πρηξάσπεος γενόμενα ἐν βουλῇ ἔχοντες.
    Οι Μάγοι τώρα έτυχε να βρίσκονται μέσα και οι δύο εκείνη τη στιγμή και να μελετούν τα όσα είχαν συμβεί με τον Πρηξάσπη.
    Μετάφραση (1992): Λ. Ζενάκος @greek-language.gr
  4. (στον πληθυντικό) σχέδια, αποφάσεις
  5. (πολιτική, στην Αθήνα) το συμβούλιο των Πεντακοσίων
  6. το Συμβούλιο των Γερόντων, Βουλή
      8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 2 (Β. Ὄνειρος. Διάπειρα. Βοιωτία ἢ κατάλογος νεῶν.), στίχ. 53 (53-55)
    Βουλὴν δὲ πρῶτον μεγαθύμων ἷζε γερόντων | Νεστορέῃ παρὰ νηῒ Πυλοιγενέος βασιλῆος· | τοὺς ὅ γε συγκαλέσας πυκινὴν ἀρτύνετο βουλήν·
    Και πρώτα εκάθισε βουλήν των σεβαστών γερόντων, | όπου της Πύλου ο βασιλιάς το πλοίον είχε, ο Νέστωρ. | Κι έστρωσ᾽ εμπρός τους βούλημα σοφό που εβρήκε ο νους του
    Έμμετρη Μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς @greek-language.gr

  • δωρικός τύπος: βωλά
  • αιολικός τύπος: βόλλα

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη βούλομαι

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.