καθέδρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | καθέδρα | οι | καθέδρες |
| γενική | της | καθέδρας | των | καθεδρών |
| αιτιατική | την | καθέδρα | τις | καθέδρες |
| κλητική | καθέδρα | καθέδρες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καθέδρα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή καθέδρα < αρχαία ελληνική καθέδρα
Προφορά
- ΔΦΑ : /kaˈθe.ðɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐θέ‐δρα
Ουσιαστικό
καθέδρα θηλυκό
- κάθισμα, έδρα καθηγητή
- (θρησκεία) επισκοπικός θρόνος στο μεσαίο κλίτος του ναού
- (συνεκδοχικά) η επισκοπική έδρα, η πόλη στην οποία εδρεύει
Εκφράσεις
Συγγενικά
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | καθέδρᾱ | αἱ | καθέδραι |
| γενική | τῆς | καθέδρᾱς | τῶν | καθεδρῶν |
| δοτική | τῇ | καθέδρᾳ | ταῖς | καθέδραις |
| αιτιατική | τὴν | καθέδρᾱν | τὰς | καθέδρᾱς |
| κλητική ὦ! | καθέδρᾱ | καθέδραι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | καθέδρᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | καθέδραιν | ||
| 1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'φαρέτρα' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
καθέδρα θηλυκό (κᾰθέδρᾱ)
- κάθισμα
- ↪ καθέδρα πρεσβυτέρων (Ψαλμοί, LXX Ps.1.1)
- ※ κατέστρεψεν καὶ τὰς καθέδρας τῶν πωλούντων τὰς περιστεράς (Κατά Ματθαίον, κα'z)
- η στάση καθίσματος
- παραμένω αδρανής: στην έκφραση
- ※ ]] ἐν τῇ καθέδρᾳ εἶχεν: καθόταν άπρακτος (Θουκυδίδης, Ιστορία, 2.18.5. Μνημοσύνη@greek-language.gr (Κείμενο, μετάφραση: Άγγελος Βλάχος.)
- παραμένω αδρανής: στην έκφραση
- (ελληνιστική σημασία) έδρα καθηγητή, διδασκάλου
- ※ ἐπὶ τῆς καθέδρας σοφιστής (Επιγραφή, Ελευσίνα, 3ος αιώνας. SIG845)
- ※ Ἐπὶ τῆς μωϋσέως καθέδρας ἐκάθισαν οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι (Κατά Ματθαίον, κγ')
- (ελληνιστική σημασία) θρόνος
- ※ τὸν ἐπὶ τῇ καθέδρᾳ τοῦ Αὐτοκράτορος (Eπιγραφή, Σπάρτη, 2ος αιώνας, BSA27.234)
Συνώνυμα
Πηγές
- καθέδρα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- καθέδρα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.