πάρεδρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η πάρεδρος οι πάρεδροι
      γενική του/της
του
παρέδρου
πάρεδρου
των παρέδρων
    αιτιατική τον/την πάρεδρο τους/τις
τους
παρέδρους
πάρεδρους
     κλητική πάρεδρε πάρεδροι
Οι δεύτεροι τύποι, μόνον για το αρσενικό.
Κατηγορία όπως «κάτοικος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πάρεδρος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πάρεδρος < (παρά) πάρ- + ἕδρ(α) + -ος, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική assesseur[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈpa.ɾe.ðɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πάρεδρος

Ουσιαστικό

πάρεδρος αρσενικό ή θηλυκό

  1. αυτός που κάθεται δίπλα στη θέση κάποιου άλλου
  2. ο αναπληρωτής, ο έκτακτος δημόσιος υπάλληλος
  3. (νομικός όρος) ο δικαστικός βαθμός αμέσως κατώτερος του πρωτοδίκη στην κλίμακα του σώματος των διοικητικών δικαστηρίων
  4. (νομικός όρος) ο δικαστικός βαθμός αμέσως κατώτερος του συμβούλου στην κλίμακα του σώματος των ανώτατων δικαστηρίων

Μεταφράσεις

Αναφορές



Αρχαία ελληνικά (grc)

ζητούμενο λήμμα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.