side

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
side sides

side (en)

  1. (μετρήσιμο) η πλευρά, η άκρη, μια θέση ή μια περιοχή αριστερά ή δεξιά από κάτι
    He went to the other side of the street/of the room.
    Πήγε στην άλλη πλευρά/άκρη του δρόμου/του δωματίου.
  2. η μεριά
  3. το μέρος, ένα από τα δύο ή περισσότερα άτομα ή ομάδες που συμμετέχουν σε μια διαμάχη, πόλεμο κτλ.
    He tried to get us on his side./He tried to get us to take his side.
    Προσπάθησε να μας πάρει με το μέρος του.
    We had the element of surprise on our side.
    Είχαμε το στοιχείο του αιφνιδιασμού με το μέρος μας.
  4. το πλάι

Πολυλεκτικοί όροι

Σύνθετα

Εκφράσεις

Ρήμα

side (en)

  •  δείτε το phrasal verb side with

Πηγές



Δανικά (da)

Ουσιαστικό

side (da)



Δυτικά φριζικά (fy)

Ουσιαστικό

side (fy)

  1. η σελίδα
  2. το μετάξι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.