εδραίωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | εδραίωση | οι | εδραιώσεις |
| γενική | της | εδραίωσης* | των | εδραιώσεων |
| αιτιατική | την | εδραίωση | τις | εδραιώσεις |
| κλητική | εδραίωση | εδραιώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, εδραιώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εδραίωση < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική ἑδραίω(σις) + -ση [1] < (ελληνιστική κοινή) ἑδραιόω
Ουσιαστικό
εδραίωση θηλυκό
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ρήματος εδραιώνω, η απόκτηση στερεών βάσεων
- ≈ συνώνυμα: η στερέωση, η σταθεροποίηση
Μεταφράσεις
εδραίωση
Αναφορές
- εδραίωση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.