siedziba

Πολωνικά (pl)

Ετυμολογία

siedziba < siedzieć

Ουσιαστικό

siedziba (pl) θηλυκό

  1. η έδρα, η πόλη στην οποία στεγάζονται οι κεντρικές υπηρεσίες ενός οργανισμού, μιας εταιρείας, ενός ιδρύματος κλπ
  2. (ειδικότερα) το κτήριο που βρίσκονται οι κεντρικές υπηρεσίες
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.