εδραιώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

εδραιώνω < ελληνιστική κοινή ἑδραιόω / ἑδραιῶ < αρχαία ελληνική ἕδρα

Ρήμα

εδραιώνω (παθητική φωνή: εδραιώνομαι)

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.