εδρεύω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

εδρεύω < (ελληνιστική κοινή) ἑδρεύω < αρχαία ελληνική ἕδρα < ἔδος / ἕζομαι < πρωτοελληνική *heďďomai < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *séd-ye- < *sed-

Προφορά

ΔΦΑ : /eˈðɾe.vo/

Ρήμα

εδρεύω

  1. έχω την έδρα μου κάπου, βρίσκομαι, έχω εγκατασταθεί κάπου
  2. (μεταφορικά) βρίσκομαι

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.