κατοικοεδρεύω
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
κατοικοεδρεύω
<
κατοικώ
+
-ο-
+
εδρεύω
Ρήμα
κατοικοεδρεύω
κατοικώ
κάπου,
έχω
τη
μόνιμη
έδρα
μου
Συγγενικά
διαμένω
ενδιαιτώμαι
κατοικώ
Μεταφράσεις
κατοικοεδρεύω
→
δείτε
τη
λέξη
διαμένω
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.