άσπρο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | άσπρο | τα | άσπρα |
| γενική | του | άσπρου | των | άσπρων |
| αιτιατική | το | άσπρο | τα | άσπρα |
| κλητική | άσπρο | άσπρα | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈa.spɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ά‐σπρο
Ετυμολογία 1
- άσπρο: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου άσπρος
Ουσιαστικό
άσπρο ουδέτερο
Συνώνυμα
Συγγενικά
- κάτασπρο
- → και δείτε τη λέξη άσπρος
-
άσπρο στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
λευκό χρώμα
|
Ετυμολογία 2
- άσπρο < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἄσπρο(ν) (άσπρο νόμισμα, νόμισμα μικρής αξίας) < λατινική asprum < asperum, ουδέτερο του asper (τραχύς· nummus asper: το νόμισμα που είχε πρόσφατα κοπεί και είχε ακόμη τραχιά επιφάνεια) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂esp- (κόβω)
Ουσιαστικό
άσπρο ουδέτερο
- (ιστορία, νόμισμα) ασημένιο νόμισμα της Βυζαντινής περιόδου
- (ιστορία, νόμισμα) νόμισμα μικρής αξίας της εποχής της Τουρκοκρατίας (τουρκικά akçe) καθώς και της βυζαντινής περιόδου
- ※ Καὶ τί πλερωμὴ θέλετε νὰ μὲ δώσετε; Ἄσπρα; Γρόσια; Φλωριά; Καὶ τί νάν τὰ κάμω; (Κοσμάς ο Αιτωλός, Διδαχή Πρώτη)
- ※ ασλάνια (aslan), άσπρα (asper), γαζέττα (gazetta), γρόσι (grosso), δουκάτον (ducato), δούμπλα ou ντούμπλα , ζολότα (zlot), κολωννάτο (colonnato), λίρα (lire), μαρτζέλλος (marcelo), μαχμουτιές (mahmudiye), μετζίτι (mecit), μπέζο (bezzo, bez), νουσφιές (nisfiye), ουγγία (uncia), παράς (para), πιάστρα (piastre), ρεάλι (reale), ρεγγίνα (regina), ρουμπιές (rubiye), ράσπιδο (ruspio), σκούδον (scudo), σολδί (soldo), τάλλαρον (tallero), τσεκίνι (zechin), τορνέζι (tornese), φιορίνι, φλωρί (Economies méditerranéennes: équilibres et intercommunications, XIIIe-XIX siècles: actes du IIe Colloque international d'histoire, Athènes, 18-25 Septembre 1983, Volume 3, Centre de recherches néohelléniques, Fondation nationale de la recherche scientifique, 1985, σελ. 183)
- (παρωχημένο, μόνο στον πληθυντικό) → δείτε τη λέξη άσπρα: χρήματα, περιουσία
Συνώνυμα
Συγγενικά
- άσπρος
- ασπουλιάρης
- κάτασπρο
Σύνθετα
- → δείτε τη λέξη άσπρος
Ετυμολογία 3
- άσπρο: κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος επιθέτου
άσπρο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του άσπρος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.