πιάστρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πιάστρα οι πιάστρες
      γενική της πιάστρας των πιαστρών
    αιτιατική την πιάστρα τις πιάστρες
     κλητική πιάστρα πιάστρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈpça.stɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πιάστρα

Ετυμολογία 1

πιάστρα < (πιάνω) πιασ- + -τρα

Ουσιαστικό

πιάστρα θηλυκό

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη πιάνω

Μεταφράσεις

Ετυμολογία 2

πιάστρα <  δείτε τη λέξη  πιάστρ(ο) (ουδέτερο) +

Ουσιαστικό

πιάστρα θηλυκό

  • (νόμισμα, παρωχημένο) άλλη μορφή του πιάστρο (ουδέτερο)
     συνώνυμα: γρόσι
      ασλάνια (aslan), άσπρα (asper), γαζέττα (gazetta), γρόσι (grosso), δουκάτον (ducato), δούμπλα ou ντούμπλα , ζολότα (zlot), κολωννάτο (colonnato), λίρα (lire), μαρτζέλλος (marcelo), μαχμουτιές (mahmudiye), μετζίτι (mecit), μπέζο (bezzo, bez), νουσφιές (nisfiye), ουγγία (uncia), παράς (para), πιάστρα (piastre), ρεάλι (reale), ρεγγίνα (regina), ρουμπιές (rubiye), ράσπιδο (ruspio), σκούδον (scudo), σολδί (soldo), τάλλαρον (tallero), τσεκίνι (zechin), τορνέζι (tornese), φιορίνι, φλωρί (Economies méditerranéennes: équilibres et intercommunications, XIIIe-XIX siècles: actes du IIe Colloque international d'histoire, Athènes, 18-25 Septembre 1983, Volume 3, Centre de recherches néohelléniques, Fondation nationale de la recherche scientifique, 1985, σελ. 183)

Μεταφράσεις

Αναφορές

    This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.