album

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

album (en)

  1. άλμπουμ ( για φωτογραφίες, γραμματόσημα κλπ)
  2. άλμπουμ (συλλογή τραγουδιών που κυκλοφορούν σε ένα δίσκο)



Γαλλικά (fr)

      ενικός         πληθυντικός  
album albums

Ουσιαστικό

album (fr) αρσενικό

  1. άλμπουμ ( για φωτογραφίες, γραμματόσημα κλπ), το λεύκωμα
  2. άλμπουμ (συλλογή τραγουδιών που κυκλοφορούν σε ένα δίσκο)



Ιταλικά (it)

Ουσιαστικό

album (it)

  1. άλμπουμ ( για φωτογραφίες, γραμματόσημα κλπ)
  2. άλμπουμ (συλλογή τραγουδιών που κυκλοφορούν σε ένα δίσκο)
  3. άλμπουμ παλιό ημερολόγιο με αγίους



Λατινικά (la)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

album

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.