biały

Πολωνικά (pl)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈbʲjawɨ/
 

Επίθετο

biały (pl) , συγκριτικός: bielszy, υπερθετικός:  najbielszy

Κλίση

Αντώνυμα

Εκφράσεις

Σύνθετα

Ουσιαστικό

biały (pl) αρσενικό

  1. λευκός (/ή/ό), άσπρος (/η/ο) ως ουσιαστικό:
    1. άτομο της λευκής φυλής
    2. (παιχνίδια), αυτος που έχει τα λευκά πιόνια σε παιχνίδια (σκάκι, ντάμα κλπ.)
    3. (παιχνίδια),(συνήθως στον πληθυντικό) τα λευκά
    4. λευκό κρασί
      wypiliśmy tylko białego - ήπιαμε μόνο λευκό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.