τσεκίνι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τσεκίνι τα τσεκίνια
      γενική του τσεκινιού των τσεκινιών
    αιτιατική το τσεκίνι τα τσεκίνια
     κλητική τσεκίνι τσεκίνια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τσεκίνι < (άμεσο δάνειο) βενετική zechin / zecchin / ιταλική zecchino < zecca < αραβική سكة (sikka:νόμισμα)

Ουσιαστικό

τσεκίνι ουδέτερο

  1. (νόμισμα, ιστορία) χρυσό βενετσιάνικο νόμισμα
      ασλάνια (aslan), άσπρα (asper), γαζέττα (gazetta), γρόσι (grosso), δουκάτον (ducato), δούμπλα ou ντούμπλα , ζολότα (zlot), κολωννάτο (colonnato), λίρα (lire), μαρτζέλλος (marcelo), μαχμουτιές (mahmudiye), μετζίτι (mecit), μπέζο (bezzo, bez), νουσφιές (nisfiye), ουγγία (uncia), παράς (para), πιάστρα (piastre), ρεάλι (reale), ρεγγίνα (regina) , ρουμπιές (rubiye), ράσπιδο (ruspio) , σκούδον (scudo), σολδί (soldo), τάλλαρον (tallero), τσεκίνι (zechin), τορνέζι (tornese), φιορίνι, φλωρί (Economies méditerranéennes: équilibres et intercommunications, XIIIe-XIX siècles: actes du IIe Colloque international d'histoire, Athènes, 18-25 Septembre 1983, Volume 3, Centre de recherches néohelléniques, Fondation nationale de la recherche scientifique, 1985, σελ. 183)
      Παρότι μάλιστα το μεροκάματο έφτασε να αμείβεται μ’ ένα ολόχρυσο βενετσιάνικο τσεκίνι, δηλαδή δώδεκα φράγκα, ο φόβος του θανάτου υπερίσχυε ακόμη και της πλεονεξίας, με αποτέλεσμα τα σπαρτά να μένουν αθέριστα, γιατί έλειπαν τα εργατικά χέρια για τη συγκομιδή. (Χριστίνα Πολέζε, Ετερότητα και περιηγητική γραμματεία: η περίπτωση της Λάρισας κατά τον 19ον αιώνα μέσα από τα κείμενα Ευρωπαίων περιηγητών, Διδακτορική διατριβή, Θεσσαλονίκη: ΑΠΘ, 2006, σ. 196.)
      Τι άλλαξε από τους θλιβερούς παραθεριστές του Γκολντόνι έως τους µικροαστούς του Γκόρκι εκατό χρόνια µετά […] ; Τίποτε: τα αµάξια γίναν αυτοκίνητα, τα καπέλα περίτεχνες κοµµώσεις και τα τσεκίνια ευρώ. Από το άρθρο του Κώστα Γεωργουσόπουλου, «Κοινωνικό κάτοπτρο», Τα Νέα (16 Μαΐου 2011)· πρόσβαση: 2019-09-07.
  2. (παρωχημένο, κατ’ επέκταση) κομπόδεμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.