bel

Γαλλικά (fr)

Προφορά

ΔΦΑ : /bɛl/

Επίθετο

bel (fr)

  •  :  δείτε τη λέξη  beau

Ετυμολογία

bel < Graham Bell

Ουσιαστικό

bel (fr) αρσενικό

  • μονάδα μέτρησης της σχέσης δύο δυνάμεων μέσω του δεκαδικού λογαρίθμου αυτής της σχέσης

Σύνθετα

Σλοβενικά (sl)

Ουσιαστικό

bel (sl)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.