ρεγγίνα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ρεγγίνα οι ρεγγίνες
      γενική της ρεγγίνας των ρεγγίνων
    αιτιατική τη ρεγγίνα τις ρεγγίνες
     κλητική ρεγγίνα ρεγγίνες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ρεγγίνα < (άμεσο δάνειο) λατινική regina (βασίλισσα)

Ουσιαστικό

ρεγγίνα θηλυκό

  • το ασημένιο νόμισμα (τάληρο) με τη μορφή της Μαρίας Θηρεσίας της Αυστρίας (Maria Theresa Taler) (κόπηκε πρώτη φορά το 1741)
      ασλάνια (aslan), άσπρα (asper), γαζέττα (gazetta), γρόσι (grosso), δουκάτον (ducato), δούμπλα ou ντούμπλα , ζολότα (zlot), κολωννάτο (colonnato), λίρα (lire), μαρτζέλλος (marcelo), μαχμουτιές (mahmudiye), μετζίτι (mecit), μπέζο (bezzo, bez), νουσφιές (nisfiye), ουγγία (uncia), παράς (para), πιάστρα (piastre), ρεάλι (reale), ρεγγίνα (regina) , ρουμπιές (rubiye), ράσπιδο (ruspio) , σκούδον (scudo), σολδί (soldo), τάλλαρον (tallero), τσεκίνι (zechin), τορνέζι (tornese), φιορίνι, φλωρί (Economies méditerranéennes: équilibres et intercommunications, XIIIe-XIX siècles: actes du IIe Colloque international d'histoire, Athènes, 18-25 Septembre 1983, Volume 3, Centre de recherches néohelléniques, Fondation nationale de la recherche scientifique, 1985, σελ. 183)
      Ο πρώτος συμβαλόμενος χρωστά στον δεύτερο συμβαλόμενο, το ποσό των 30 τάλληρων ρεγγίνων, το οποίο υποχρεούται και υπόσχεται να επιστρέψει μέχρι τις 20/6/1850. (ΣΥΜΒΟΛΑΙΟΓΡΑΦΟΥΝΤΕΣ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΣ ΚΑΙ ΣΥΜΒΟΛΑΙΟΓΡΑΦΟΙ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΠΑΠΑΛΟΥΚΑΣ ΚΑΙ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΚΑΨΑΛΗΣ, 1840 - 1855, Γενικά Αρχεία του Κράτους, τεκμήριο #10453 )

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.