άσπρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άσπρος η άσπρη το άσπρο
      γενική του άσπρου της άσπρης του άσπρου
    αιτιατική τον άσπρο την άσπρη το άσπρο
     κλητική άσπρε άσπρη άσπρο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άσπροι οι άσπρες τα άσπρα
      γενική των άσπρων των άσπρων των άσπρων
    αιτιατική τους άσπρους τις άσπρες τα άσπρα
     κλητική άσπροι άσπρες άσπρα
Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

άσπρος < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ἄσπρος[1] < λατινική asper < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂esp- (κόβω)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈa.spɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: άσπρος
άσπρο κουνέλι

Επίθετο

άσπρος, -η, -ο  (σχηματίζει τα παραθετικά περιφραστικά)

  1. που έχει το χρώμα όταν αντανακλώνται όλες οι ακτίνες φωτός πάνω σε ένα σώμα
    άσπρο χρώμα του χιονιού
  2. ανοιχτόχρωμος σε αντιδιαστολή με σκουρόχρωμο του ίδιου είδους
    άσπρα κρέατα είναι τα πουλερικά, ενώ κόκκινα κρέατα είναι τα μοσχαρίσια και τα βοδινά
  3. που δεν είναι μελαχρινός

Σημειώσεις

Συνώνυμα

Πολυλεκτικοί όροι

  • Άσπρη Θάλασσα

Εκφράσεις

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.